Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
View word page
χέραδος

τό.

Shingle: χέραδος περιχεύας Il. 21.319.

ShortDef

the mud, sand, gravel, and rubbish, silt

Debugging

Headword:
χέραδος
Headword (normalized):
χέραδος
Headword (normalized/stripped):
χεραδος
IDX:
9592
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9593
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p> <p>Shingle: χέραδος περιχεύας Il. 21.319.</p>'}