Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χεῖλος
χεῖμα
χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
View word page
χείσεται

3 sing. fut. χανδάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χείσεται
Headword (normalized):
χείσεται
Headword (normalized/stripped):
χεισεται
IDX:
9590
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9591
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. fut. χανδάνω.</p>'}