Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χατέω
χατίζω
χειή
χεῖλος
χεῖμα
χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
View word page
χειρίς
-ῖδος, ἡ
[χείρ.]
ShortDef
a covering for the hand, a glove
Debugging
Headword:
χειρίς
Headword (normalized):
χειρίς
Headword (normalized/stripped):
χειρις
IDX:
9587
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9588
Key:
Data
{'content': '<p>-ῖδος, ἡ</p> <p>[χείρ.]</p>'}