Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χαροπός
χάσσατο
χατέω
χατίζω
χειή
χεῖλος
χεῖμα
χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
View word page
χειμών
-ῶνος, ὁ
[χεῖμα.]
ShortDef
winter; storm, stormy weather
Debugging
Headword:
χειμών
Headword (normalized):
χειμών
Headword (normalized/stripped):
χειμων
IDX:
9585
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9586
Key:
Data
{'content': '<p>-ῶνος, ὁ</p> <p>[χεῖμα.]</p>'}