Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χάρμη
χαροπός
χάσσατο
χατέω
χατίζω
χειή
χεῖλος
χεῖμα
χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
View word page
χειμέριος

-η, -ον

[χεῖμα.]

ShortDef

wintry, stormy

Debugging

Headword:
χειμέριος
Headword (normalized):
χειμέριος
Headword (normalized/stripped):
χειμεριος
IDX:
9584
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9585
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[χεῖμα.]</p>'}