Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χαρίζομαι
χάρις
χαρίσασθαι
χάρμα
χάρμη
χαροπός
χάσσατο
χατέω
χατίζω
χειή
χεῖλος
χεῖμα
χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
View word page
χεῖλος

τό.

ShortDef

lip

Debugging

Headword:
χεῖλος
Headword (normalized):
χεῖλος
Headword (normalized/stripped):
χειλος
IDX:
9580
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9581
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}