Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χανδόν
χανών
χαράδρα
χάρη
χαρίεις
χαρίζομαι
χάρις
χαρίσασθαι
χάρμα
χάρμη
χαροπός
χάσσατο
χατέω
χατίζω
χειή
χεῖλος
χεῖμα
χειμάρροος
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
View word page
χαροπός
[app. a compound of ὦπα.]
ShortDef
glad-eyed, bright-eyed
Debugging
Headword:
χαροπός
Headword (normalized):
χαροπός
Headword (normalized/stripped):
χαροπος
IDX:
9575
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9576
Key:
Data
{'content': '<p>[app. a compound of ὦπα.]</p>'}