Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπους
χαλκός
χαλκότυπος
χαλκοχίτων
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμαί
χαμαιευνάς
χαμαιεύνης
χανδάνω
χανδόν
χανών
χαράδρα
χάρη
χαρίεις
χαρίζομαι
χάρις
View word page
χαμαί
[app. a locative form.]
ShortDef
on the earth, on the ground
Debugging
Headword:
χαμαί
Headword (normalized):
χαμαί
Headword (normalized/stripped):
χαμαι
IDX:
9561
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9562
Key:
Data
{'content': '<p>[app. a locative form.]</p>'}