Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπους
χαλκός
χαλκότυπος
χαλκοχίτων
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμαί
χαμαιευνάς
χαμαιεύνης
χανδάνω
χανδόν
χανών
χαράδρα
χάρη
χαρίεις
View word page
χαμάδις
[χαμαί.]
ShortDef
to the ground, on the ground
Debugging
Headword:
χαμάδις
Headword (normalized):
χαμάδις
Headword (normalized/stripped):
χαμαδις
IDX:
9559
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9560
Key:
Data
{'content': '<p>[χαμαί.]</p>'}