Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπους
χαλκός
χαλκότυπος
χαλκοχίτων
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμαί
χαμαιευνάς
χαμαιεύνης
χανδάνω
View word page
χαλκοπάρῃος
-ον
[χαλκός + παρήϊον.]
ShortDef
with cheeks or sides of bronze
Debugging
Headword:
χαλκοπάρῃος
Headword (normalized):
χαλκοπάρῃος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοπαρηος
IDX:
9554
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9555
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[χαλκός + παρήϊον.]</p>'}