Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χαλκεοθώρηξ
χάλκεος
χαλκέφωνος
χαλκεύς
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπους
χαλκός
χαλκότυπος
χαλκοχίτων
χαμάδις
χαμᾶζε
View word page
χαλκοβατής

-ές

[χαλκός + βα-, βαίνω.]

ShortDef

standing on brass, with brasen base

Debugging

Headword:
χαλκοβατής
Headword (normalized):
χαλκοβατής
Headword (normalized/stripped):
χαλκοβατης
IDX:
9550
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9551
Key:

Data

{'content': '<p>-ές</p> <p>[χαλκός + βα-, βαίνω.]</p>'}