Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χάλκειος
χαλκεοθώρηξ
χάλκεος
χαλκέφωνος
χαλκεύς
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπους
χαλκός
χαλκότυπος
View word page
χαλκήρης
-ες
[χαλκός + ἀρ-, ἀραρίσκω.]
ShortDef
fitted with brass, tipped with brass
Debugging
Headword:
χαλκήρης
Headword (normalized):
χαλκήρης
Headword (normalized/stripped):
χαλκηρης
IDX:
9547
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9548
Key:
Data
{'content': '<p>-ες</p> <p>[χαλκός + ἀρ-, ἀραρίσκω.]</p>'}