Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χάλκειος
χαλκεοθώρηξ
χάλκεος
χαλκέφωνος
χαλκεύς
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
χαλκοπάρῃος
χαλκόπους
χαλκός
View word page
χαλκήϊος

[χαλκεύς.]

ShortDef

of or for a smith

Debugging

Headword:
χαλκήϊος
Headword (normalized):
χαλκήϊος
Headword (normalized/stripped):
χαλκηιος
IDX:
9546
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9547
Key:

Data

{'content': '<p>[χαλκεύς.]</p>'}