Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χαλέπτω
χαλεπῶς
χαλῖνός
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χάλκειος
χαλκεοθώρηξ
χάλκεος
χαλκέφωνος
χαλκεύς
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
χαλκοκνήμις
χαλκοκορυστής
View word page
χαλκεύς

[χαλκός.]

ShortDef

a worker in copper, a smith

Debugging

Headword:
χαλκεύς
Headword (normalized):
χαλκεύς
Headword (normalized/stripped):
χαλκευς
IDX:
9543
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9544
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[χαλκός.]</p>'}