Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλέπτω
χαλεπῶς
χαλῖνός
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χάλκειος
χαλκεοθώρηξ
χάλκεος
χαλκέφωνος
χαλκεύς
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκογλώχις
View word page
χάλκεος

-ον

[χαλκός.]

(Cf. χάλκειος.)

ShortDef

of copper

Debugging

Headword:
χάλκεος
Headword (normalized):
χάλκεος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεος
IDX:
9541
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9542
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[χαλκός.]</p> <p>(Cf. χάλκειος.)</p>'}