Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χαίτη
χάλαζα
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλέπτω
χαλεπῶς
χαλῖνός
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χάλκειος
χαλκεοθώρηξ
χάλκεος
χαλκέφωνος
χαλκεύς
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήϊος
χαλκήρης
χαλκίς
χαλκοβαρής
View word page
χάλκειος

-η, -ον

[χαλκός.]

(Cf. χάλκεος.)

ShortDef

of copper

Debugging

Headword:
χάλκειος
Headword (normalized):
χάλκειος
Headword (normalized/stripped):
χαλκειος
IDX:
9539
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9540
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[χαλκός.]</p> <p>(Cf. χάλκεος.)</p>'}