Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φυσιάω
φυσίζοος
φύσις
φυταλιή
φυτεύω
φυτόν
φύω
φώκη
φωνέω
φωνή
φωριαμός
φώς
χάδε
χάζω
χαίνω
χαίρω
χαίτη
χάλαζα
χαλεπαίνω
χαλεπός
χαλέπτω
View word page
φωριαμός
-οῦ.
ShortDef
a chest, trunk, coffer
Debugging
Headword:
φωριαμός
Headword (normalized):
φωριαμός
Headword (normalized/stripped):
φωριαμος
IDX:
9523
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9524
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ.</p>'}