Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φυσάω
φυσιάω
φυσίζοος
φύσις
φυταλιή
φυτεύω
φυτόν
φύω
φώκη
φωνέω
φωνή
φωριαμός
φώς
χάδε
χάζω
χαίνω
χαίρω
χαίτη
χάλαζα
χαλεπαίνω
χαλεπός
View word page
φωνή
-ῆς, ἡ.
ShortDef
a sound, tone
Debugging
Headword:
φωνή
Headword (normalized):
φωνή
Headword (normalized/stripped):
φωνη
IDX:
9522
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9523
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}