Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φύλοπις
φύντες
φύξηλις
φύξιμος
φύξις
φύρω
φῦσαι
φυσάω
φυσιάω
φυσίζοος
φύσις
φυταλιή
φυτεύω
φυτόν
φύω
φώκη
φωνέω
φωνή
φωριαμός
φώς
χάδε
View word page
φύσις

[φυ-, φύω.]

ShortDef

the nature, natural qualities, powers, constitution, condition

Debugging

Headword:
φύσις
Headword (normalized):
φύσις
Headword (normalized/stripped):
φυσις
IDX:
9515
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9516
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[φυ-, φύω.]</p>'}