Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
φύλοπις
φύντες
φύξηλις
φύξιμος
φύξις
φύρω
φῦσαι
φυσάω
φυσιάω
φυσίζοος
φύσις
φυταλιή
φυτεύω
φυτόν
φύω
View word page
φύξις
ἡ
[φυγ-, φεύγω.]
ShortDef
escape, refuge
Debugging
Headword:
φύξις
Headword (normalized):
φύξις
Headword (normalized/stripped):
φυξις
IDX:
9509
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9510
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[φυγ-, φεύγω.]</p>'}