Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
φύλοπις
φύντες
φύξηλις
φύξιμος
φύξις
φύρω
φῦσαι
φυσάω
φυσιάω
φυσίζοος
φύσις
φυταλιή
φυτεύω
View word page
φύξηλις
[φύξις.]
ShortDef
cowardly
Debugging
Headword:
φύξηλις
Headword (normalized):
φύξηλις
Headword (normalized/stripped):
φυξηλις
IDX:
9507
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9508
Key:
Data
{'content': '<p>[φύξις.]</p>'}