Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
φύλοπις
φύντες
φύξηλις
φύξιμος
φύξις
φύρω
φῦσαι
φυσάω
View word page
φυλία
-ης, ἡ.
ShortDef
the wild olive
Debugging
Headword:
φυλία
Headword (normalized):
φυλία
Headword (normalized/stripped):
φυλια
IDX:
9502
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9503
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}