Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
φύλοπις
φύντες
φύξηλις
View word page
φυλακή

-ῆς, ἡ

[φυλακ-, φύλαξ.]

ShortDef

a watching

Debugging

Headword:
φυλακή
Headword (normalized):
φυλακή
Headword (normalized/stripped):
φυλακη
IDX:
9497
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9498
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[φυλακ-, φύλαξ.]</p>'}