Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
φύλοπις
φύντες
View word page
φυκτός
[φεύγω.]
ShortDef
to be shunned
Debugging
Headword:
φυκτός
Headword (normalized):
φυκτός
Headword (normalized/stripped):
φυκτος
IDX:
9496
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9497
Key:
Data
{'content': '<p>[φεύγω.]</p>'}