Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φρόνις
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
φύλοπις
View word page
φῦκος

τό.

Sea-weed Il. 9.7.

ShortDef

seaweed; a fish species; rouge

Debugging

Headword:
φῦκος
Headword (normalized):
φῦκος
Headword (normalized/stripped):
φυκος
IDX:
9495
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9496
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p> <p>Sea-weed Il. 9.7.</p>'}