Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φρονέω
φρόνις
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
φύλλον
φῦλον
View word page
φυκιόεις

-εντος

[φυκίον = φῦκος.]

ShortDef

full of sea-weed, weedy

Debugging

Headword:
φυκιόεις
Headword (normalized):
φυκιόεις
Headword (normalized/stripped):
φυκιοεις
IDX:
9494
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9495
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος</p> <p>[φυκίον = φῦκος.]</p>'}