Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φρίξ
φρίσσω
φρονέω
φρόνις
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
φυλία
View word page
φυζακινός

[φύζα.]

ShortDef

flying, runaway, shy

Debugging

Headword:
φυζακινός
Headword (normalized):
φυζακινός
Headword (normalized/stripped):
φυζακινος
IDX:
9492
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9493
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[φύζα.]</p>'}