Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φρήτρη
φρίξ
φρίσσω
φρονέω
φρόνις
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
φύλαξ
φυλάσσω
View word page
φύζα
ἡ
[φυγ-jα, φυγ-, φεύγω.]
ShortDef
headlong flight, rout
Debugging
Headword:
φύζα
Headword (normalized):
φύζα
Headword (normalized/stripped):
φυζα
IDX:
9491
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9492
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[φυγ-jα, φυγ-, φεύγω.]</p>'}