Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φρεῖαρ
φρήν
φρήτρη
φρίξ
φρίσσω
φρονέω
φρόνις
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
φυλακτήρ
View word page
φυγή
-ῆς, ἡ
[φυγ-, φεύγω.]
ShortDef
flight, exile
Debugging
Headword:
φυγή
Headword (normalized):
φυγή
Headword (normalized/stripped):
φυγη
IDX:
9489
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9490
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[φυγ-, φεύγω.]</p>'}