Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φράσσω
φρεῖαρ
φρήν
φρήτρη
φρίξ
φρίσσω
φρονέω
φρόνις
φῦ
φύγαδε
φύγε
φυγή
φυγοπτόλεμος
φύζα
φυζακινός
φυή
φυκιόεις
φῦκος
φυκτός
φυλακή
φυλάκους
View word page
φύγε
3 sing. aor. φεύγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φύγε
Headword (normalized):
φύγε
Headword (normalized/stripped):
φυγε
IDX:
9488
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9489
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. φεύγω.</p>'}