Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
φραδής
φράδμων
φράζω
φράσσω
φρεῖαρ
φρήν
φρήτρη
φρίξ
φρίσσω
φρονέω
φρόνις
φῦ
View word page
φράδμων
[φραδ-, φράζω.]
ShortDef
understanding, wise, shrewd
Debugging
Headword:
φράδμων
Headword (normalized):
φράδμων
Headword (normalized/stripped):
φραδμων
IDX:
9476
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9477
Key:
Data
{'content': '<p>[φραδ-, φράζω.]</p>'}