Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
φραδής
φράδμων
φράζω
φράσσω
φρεῖαρ
φρήν
φρήτρη
φρίξ
View word page
φορύσσω

[cf. φορύνω.]

Aor. pple. φορύξας. = φορύνω. : φορύξας αἵματι Od. 18.336.

ShortDef

to defile, to mix

Debugging

Headword:
φορύσσω
Headword (normalized):
φορύσσω
Headword (normalized/stripped):
φορυσσω
IDX:
9472
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9473
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. φορύνω.]</p> <p>Aor. pple. φορύξας. = φορύνω. : φορύξας αἵματι Od. 18.336.</p>'}