Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
φραδής
φράδμων
φράζω
φράσσω
φρεῖαρ
φρήν
View word page
φόρτος

-ου, ὁ

[φορ-, φέρω.]

ShortDef

a load, a ship's freight

Debugging

Headword:
φόρτος
Headword (normalized):
φόρτος
Headword (normalized/stripped):
φορτος
IDX:
9470
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9471
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[φορ-, φέρω.]</p>'}