Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
φραδής
φράδμων
φράζω
φράσσω
φρεῖαρ
View word page
φορτίς
-ίδος
[φορ-, φέρω.]
ShortDef
a ship of burden, merchantman
Debugging
Headword:
φορτίς
Headword (normalized):
φορτίς
Headword (normalized/stripped):
φορτις
IDX:
9469
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9470
Key:
Data
{'content': '<p>-ίδος</p> <p>[φορ-, φέρω.]</p>'}