Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
φραδής
φράδμων
φράζω
φράσσω
View word page
φορμίζω

[φόρμιγξ.]

ShortDef

to play the φόρμιγξ

Debugging

Headword:
φορμίζω
Headword (normalized):
φορμίζω
Headword (normalized/stripped):
φορμιζω
IDX:
9468
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9469
Key:

Data

{'content': '<p>[φόρμιγξ.]</p>'}