Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
φραδής
View word page
φορεύς

[φορ-, φέρω.]

ShortDef

a bearer, carrier

Debugging

Headword:
φορεύς
Headword (normalized):
φορεύς
Headword (normalized/stripped):
φορευς
IDX:
9465
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9466
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[φορ-, φέρω.]</p>'}