Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
φόωσδε
View word page
φορβή
-ῆς, ἡ.
ShortDef
pasture, food, fodder, forage
Debugging
Headword:
φορβή
Headword (normalized):
φορβή
Headword (normalized/stripped):
φορβη
IDX:
9464
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9465
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}