Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
φόως
View word page
φοξός

Explained as warped in burning (of pottery); hence, distorted, deformed: φοξὸς ἔην κεφαλήν Il. 2.219.

ShortDef

pointed

Debugging

Headword:
φοξός
Headword (normalized):
φοξός
Headword (normalized/stripped):
φοξος
IDX:
9463
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9464
Key:

Data

{'content': '<p>Explained as warped in burning (of pottery); hence, distorted, deformed: φοξὸς ἔην κεφαλήν Il. 2.219.</p>'}