Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φοινήεις
φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
φορύνω
φορύσσω
View word page
φόνος

-ου, ὁ

[φον-, φένω.]

ShortDef

murder, homicide, slaughter

Debugging

Headword:
φόνος
Headword (normalized):
φόνος
Headword (normalized/stripped):
φονος
IDX:
9462
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9463
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[φον-, φένω.]</p>'}