Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φόβονδε
φόβος
φοινήεις
φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
φορμίζω
φορτίς
φόρτος
View word page
φονεύς

[φον-, φένω.]

ShortDef

a murderer, slayer, homicide

Debugging

Headword:
φονεύς
Headword (normalized):
φονεύς
Headword (normalized/stripped):
φονευς
IDX:
9460
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9461
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[φον-, φένω.]</p>'}