Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φλόξ
φλύω
φοβέω
φόβονδε
φόβος
φοινήεις
φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
φόρμιγξ
View word page
φοινός
[φον-, φένω.]
Red : πᾶσι παρήϊον αἵματι φοινόν Il. 16.159.
ShortDef
blood-red
Debugging
Headword:
φοινός
Headword (normalized):
φοινός
Headword (normalized/stripped):
φοινος
IDX:
9457
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9458
Key:
Data
{'content': '<p>[φον-, φένω.]</p> <p>Red : πᾶσι παρήϊον αἵματι φοινόν Il. 16.159.</p>'}