Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φλοῖσβος
φλόξ
φλύω
φοβέω
φόβονδε
φόβος
φοινήεις
φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
φολκός
φονεύς
φονή
φόνος
φοξός
φορβή
φορεύς
φορέω
View word page
φοίνιος

[as φοινός.]

Red : αἷμα Od. 18.97.

ShortDef

bloody, blood-stained, murderous

Debugging

Headword:
φοίνιος
Headword (normalized):
φοίνιος
Headword (normalized/stripped):
φοινιος
IDX:
9456
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9457
Key:

Data

{'content': '<p>[as φοινός.]</p> <p>Red : αἷμα Od. 18.97.</p>'}