Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φιτρός
φλεγέθω
φλέγμα
φλέγω
φλέψ
φλιή
φλόγεος
φλοιός
φλοῖσβος
φλόξ
φλύω
φοβέω
φόβονδε
φόβος
φοινήεις
φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
φοιτάω
View word page
φλύω
To boil (up) : ἀνὰ δʼ ἔφλυε ῥέεθρα Il. 21.361.
ShortDef
to boil over, bubble up
Debugging
Headword:
φλύω
Headword (normalized):
φλύω
Headword (normalized/stripped):
φλυω
IDX:
9448
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9449
Key:
Data
{'content': '<p>To boil (up) : ἀνὰ δʼ ἔφλυε ῥέεθρα Il. 21.361.</p>'}