Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φίλως
φιτρός
φλεγέθω
φλέγμα
φλέγω
φλέψ
φλιή
φλόγεος
φλοιός
φλοῖσβος
φλόξ
φλύω
φοβέω
φόβονδε
φόβος
φοινήεις
φοινικόεις
φοινικοπάρῃος
φοῖνιξ
φοίνιος
φοινός
View word page
φλόξ
φλογός, ἡ
[φλογ-, φλεγ-, φλέγω.]
ShortDef
a flame
Debugging
Headword:
φλόξ
Headword (normalized):
φλόξ
Headword (normalized/stripped):
φλοξ
IDX:
9447
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9448
Key:
Data
{'content': '<p>φλογός, ἡ</p> <p>[φλογ-, φλεγ-, φλέγω.]</p>'}