Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φιλοπαίγμων
φιλοπτόλεμος
φίλος
φιλότης
φιλοτήσιος
φιλοφροσύνη
φιλοψευδής
φίλως
φιτρός
φλεγέθω
φλέγμα
φλέγω
φλέψ
φλιή
φλόγεος
φλοιός
φλοῖσβος
φλόξ
φλύω
φοβέω
φόβονδε
View word page
φλέγμα

τό

[φλέγω.]

ShortDef

flame, fire, heat

Debugging

Headword:
φλέγμα
Headword (normalized):
φλέγμα
Headword (normalized/stripped):
φλεγμα
IDX:
9440
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9441
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[φλέγω.]</p>'}