Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

φάτνη
φάτο
φέβομαι
φείδομαι
φειδώ
φειδωλή
φείσατο
Φένω
φέριστος
φέρτατος
φέρτε
φέρτερος
φέρτρον
φέρω
φεύγω
φή
φῆ
φήγινος
φηγός
φήμη
φημί
View word page
φέρτε

imp. pl. φέρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φέρτε
Headword (normalized):
φέρτε
Headword (normalized/stripped):
φερτε
IDX:
9387
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9388
Key:

Data

{'content': '<p>imp. pl. φέρω.</p>'}