Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φάσθαι
φασί
φάσκω
φασσοφόνος
φάτις
φάτνη
φάτο
φέβομαι
φείδομαι
φειδώ
φειδωλή
φείσατο
Φένω
φέριστος
φέρτατος
φέρτε
φέρτερος
φέρτρον
φέρω
φεύγω
φή
View word page
φειδωλή
ἡ
[φείδομαι.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φειδωλή
Headword (normalized):
φειδωλή
Headword (normalized/stripped):
φειδωλη
IDX:
9382
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9383
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[φείδομαι.]</p>'}