Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φάντο
φάο
φάον
φάος
φαρέτρα
φάρμακον
φαρμάσσω
φᾶρος
φάρυξ
φάς
φάσαν
φάσγανον
φάσθαι
φασί
φάσκω
φασσοφόνος
φάτις
φάτνη
φάτο
φέβομαι
φείδομαι
View word page
φάσαν
3 pl. impf. φημί.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φάσαν
Headword (normalized):
φάσαν
Headword (normalized/stripped):
φασαν
IDX:
9370
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9371
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. φημί.</p>'}