Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φάν
φάνη
φάντο
φάο
φάον
φάος
φαρέτρα
φάρμακον
φαρμάσσω
φᾶρος
φάρυξ
φάς
φάσαν
φάσγανον
φάσθαι
φασί
φάσκω
φασσοφόνος
φάτις
φάτνη
φάτο
View word page
φάρυξ
-υγος (cf. ἀσφάραγος, λαυκανίη).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φάρυξ
Headword (normalized):
φάρυξ
Headword (normalized/stripped):
φαρυξ
IDX:
9368
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9369
Key:
Data
{'content': '<p>-υγος (cf. ἀσφάραγος, λαυκανίη).</p>'}