Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
φαλαγγηδόν
φάλαγξ
φάλαρα
φαληριάω
φάλος
φαμέν
φάμεν
φάμενος
φάν
φάνη
φάντο
φάο
φάον
φάος
φαρέτρα
φάρμακον
φαρμάσσω
φᾶρος
φάρυξ
φάς
φάσαν
View word page
φάντο
3 pl. impf. mid. φημί.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φάντο
Headword (normalized):
φάντο
Headword (normalized/stripped):
φαντο
IDX:
9360
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9361
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. mid. φημί.</p>'}